Το δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ ή DNA, ανέκαθεν δυσκόλευε παιδιά, μεγάλους που παρέμειναν παιδιά, παιδιά που καίγονταν από τη λοξά των μεγάλων, να το πούνε. Πέρα απ’ την δικαιολογημένη γλωσσική δυσκολία μνήμης κι αποστήθισης, ή αποστήθισης και μνήμης, στα έγκατα της δυσκαμψίας αυτής, υπάρχει κάτι άλλο βαθύτερο το οποίο ανέκοψε την πετυχημένη διατύπωσή του. Στην θεριακίσια κινηματογραφική προβολή των «Κλεφτών Καταστημάτων», κι ενώ το air condition βρίσκοταν σε χαλαρούς ρυθμούς, η θέρμη του αναβλύζοντος συμπεράσματός, παρουσιάζει τον λόγο που δυσκολευόμαστε να φωνάξουμε «δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ» χωρίς να μπερδεύτουμε.
Οι δεσμοί αίματος δεν είναι απαραίτητα δεσμοί. Δεν είναι θέσφατοι κόμποι, γόρδιοι κοριοί, από τους οποίους δεν μπορούμε ν’ απαλλαγούμε, κι όσο κι αν μας στεναχωρούν πρέπει να δίνουμε την ευκαιρία να χαρούμε. Οι δεσμοί αίματος δεν είναι ο μόνος δρόμος αγκαλιάς, καθησυχασμού, ευτυχίας, η μόνη σκούπα στο δάκρυ που ‘χει κυλήσει. Τις περισσότερες φορές ακούνε στον ορισμό της κοινωνική επίταξης που σ’ έχει μεγαλώσει και σ’ έχει κτήση/ει, κλείνοντας, ύστερα, με βιάση τη σελίδα του λεξικού πάνω στο λήμμα της *οικογενείας. Έχουνε τώρα ένα σωρό δουλειές να κάνουνε, βέβαιοι πώς δεν αποτύχανε στα εγγύτερα οικογενειακά τους. Ένας στεγνός, παπαγαλίστικος, χωρίς πραγματικό αίμα να στάζει ορισμός, που πρέπει ο καθένας πάνω από τα τριάντα ν’ αναπαράγει και ν’ αποστηθίζει. «DNA, DNA, DNA».
Η αδυναμία εκφοράς κι η συνακόλουθη απλοποίηση του »δεοξυριβονουκλεϊκου οξέος» σε DNA, απηχεί, όχι μόνο στα κινεζικά (όσο κι αν βιάζεστε να πειτε ότι δεν καταλάβατε τίποτα μερικοί) ολάκερη την δυσκολία των αιμάτινων δεσμών να καρπίσουν. Ή, ότι εκτός απ’ το γενεολογικό μας δέντρο για το οποίο καυχόμαστε στην πρώτη δημοτικού, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να ευτυχήσεις.
Οι «Κλέφτες Καταστήματων» καταφέρνουν σ’ εύστροφα επεξηγηματικά, μόλις μέσα σε δύο ώρες, ν’ αναδείξουν (και ν’ αποδείξουν) φαληρημένους οικογενειακούς δεσμούς και κατόπιν ν’ ανακτήσουν κάποιους άλλους. Όχι απαραίτητα κληρονομικούς, μεταλαβαίνοντας τη γενιά στη γενιά, αλλά φέρνοντας σε ελάχιστα τετραγωνικά κοντά, ανθρώπους που δίχως να έχουνε το ίδιο αίμα ξέρουν ν’ αγαπάνε. Ο Κόρε-Έντα καταρρίπτει τη παραδοσιακή συστατική δομή του (επί)κοινωνείν, τοποθετώντας, ρηξικέλευθα, την ουσία της ευτυχίας στο περιβάλλον μιας ζεστής παράγκας, πέρα απ’ τις κρίσεις πανικού που συντηρούν τους ορόφους στις σύγχρονες πολυκατοικίες.
Αιρετικό, υπερβολικό, έκτακτη ιατρική δυστοπία, αλλά τους πραγματικούς δεσμούς μας, μπορούμε εμείς οι ίδιοι να τους επιλέξουμε και να συμπόρευτουμε χωρίς τον βραχνά του »δεοξυριβονουκλεϊκού οξέος». Κι όσοι ακόμα δυσκολεύονται να το πούνε, ίσως να έχουνε μια γιαγιά που τους ζεσταίνει τα βράδια στην αγκαλιά της χωρίς να είναι σόι, έναν αδελφό που κλέβουνε για να γελάνε μαζί κι όχι επειδή στην άλλη γωνία παραφυλάει ενας μεγάλος, έναν πατέρα που σε ψάχνει το βράδυ ακόμη κι αν δεν του μοιάζεις κι όταν σε βρίσκει δε σου φωνάζει, μια μητέρα που κάνουνε μπάνιο μαζί χωρίς να έχουνε την ίδια ελιά εκεί κάτω από τη μέση.